mamar - ορισμός. Τι είναι το mamar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι mamar - ορισμός


mamar      
Sinónimos
verbo
3) lograr: lograr, alcanzar
mamar      
verbo trans.
1) Atrer, sacar, chupar con los labios y lengua la leche de los pechos.
2) fam. Comer, engullir especialmente tomar bebidas alcohólicas.
3) fig. Aprender algo en la infancia.
4) fig. fam. Obtener, alcanzar, generalmente sin meritos para ello.
verbo prnl. fam.
Embriagarse, emborracharse.
mamar      
mamar (del lat. "mammare")
1 tr. o abs. Chupar las crías la *leche de la *mama de la madre.
2 (gralm. en pretérito) tr. Adquirir alguien cierto hábito o cualidad por su nacimiento o el ambiente en que se ha *criado: "Ha mamado el señorío".
3 (inf.) *Engullir.
4 tr. *Obtener una cosa sin méritos o sin esfuerzo. También con un pron. reflex.
5 (vulg.) prnl. Emborracharse.
Mamarla (usado sólo en las formas "mamola, mamáronla"). Dejarse *engañar.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για mamar
1. "Ni siquiera me dejaron que intentara darle de mamar.
2. Las madres iban con los niños y les daban de mamar allí mismo...
3. "Rodolfo me la llevaba a clases para que le pudiera dar de mamar entre curso y curso", recuerda.
4. Su dueña lo alimenta con leche por el hocico derecho porque la madre no ha querido darle de mamar.
5. No son muchos los casos de hembras que dejan de dar de mamar a alguno de sus críos.
Τι είναι mamar - ορισμός